- μασχαλισμός
- μασχαλ-ισμός, ὁ,A mutilation, S.Fr.623.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μασχαλισμός — Έθιμο διάφορων λαών κατά την αρχαιότητα. Αναφέρεται από τους τραγικούς ποιητές και σύμφωνα με αυτό, ο δολοφόνος έκοβε ένα μέλος του σώματος του νεκρού και το κρεμούσε από τον τράχηλο προς τη μασχάλη, προς αποτροπή της εκδίκησης του θύματος· η… … Dictionary of Greek
μασχαλισμόν — μασχαλισμός mutilation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Язычество греко-римское — § 1) Анимизм в тесном смысле слова (культ душ). Древнейшей ступенью греко римской религии мы должны признать ту, которая является для нее общей с большей частью первобытных религий не только европейских, но и других народностей; это культ душ… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона